Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ξετρελαίνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ξετρελ|αίνω <-ανα, -άθηκα, -αμένος> [ksɛtrɛˈlɛnɔ] VERB μεταβ (κάνω τρελό)

ξετρελαίνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский