Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ξεσκουριάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ξεσκουριά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ksɛskurˈjazɔ] VERB μεταβ

1. ξεσκουριάζω:

ξεσκουριάζω ένα εργαλείο

2. ξεσκουριάζω μτφ:

ξεσκουριάζω τα ιταλικά μου

Παραδειγματικές φράσεις με ξεσκουριάζω

ξεσκουριάζω τα ιταλικά μου
ξεσκουριάζω ένα εργαλείο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский