Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ξερό“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ξερό [ksɛˈrɔ] SUBST ουδ οικ (μυαλό)

Παραδειγματικές φράσεις με ξερό

ξερό χόρτο
Heu ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский