Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ξεκαλτσώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ξεκαλτσώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ksɛkalˈtsɔnɔ] VERB μεταβ

ξεκαλτσώνω τα πόδια

II . ξεκαλτσώνομαι VERB αυτοπ ρήμα

Παραδειγματικές φράσεις με ξεκαλτσώνω

ξεκαλτσώνω τα πόδια

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский