Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ξεγεννώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ξεγενν|ώ <-άς, -ησα> [ksɛjɛˈnɔ] VERB μεταβ (βοηθώ έγκυο)

ξεγεννώ

II . ξεγενν|ώ <-άς, -ησα> [ksɛjɛˈnɔ] VERB αμετάβ (γεννώ)

ξεγεννώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский