Ελληνικά » Γερμανικά

νυχτεριν|ός <-ή, -ό> [nixtɛriˈnɔs] ΕΠΊΘ

2. νυχτερινός (του βραδιού):

νυχτερινός
Abend-, abendlich

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский