Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „νυχτερεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

νυχτερ|εύω <-εψα> [nixtɛˈrɛvɔ] VERB αμετάβ

1. νυχτερεύω (δεν κοιμάμαι):

νυχτερεύω

2. νυχτερεύω (δουλεύοντας):

νυχτερεύω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский