Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „νταντεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

νταντ|εύω <-εψα> [daˈdɛvɔ] VERB μεταβ

1. νταντεύω (μωρό):

νταντεύω κάποιον

2. νταντεύω μτφ (παραχαϊδεύω):

νταντεύω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский