Ελληνικά » Γερμανικά

ερωμέν|ος (-η) [ɛrɔˈmɛn|ɔs, -i] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

Liebhaber(in) αρσ (θηλ)

ιερωμένος [iɛrɔˈmɛnɔs] SUBST αρσ

νεκρώσιμ|ος <-η, -ο> [nɛˈkrɔsimɔs] ΕΠΊΘ

νεκρωτικ|ός <-ή, -ό> [nɛkrɔtiˈkɔs] ΕΠΊΘ ΙΑΤΡ

ιδρωμέν|ος <-η, -ο> [iðrɔˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

πωρωμέν|ος <-η, -ο> [pɔrɔˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

νεκροφάγ|ος <-ος, -ο> [nɛkrɔˈfaɣɔs] ΕΠΊΘ ΖΩΟΛ

νεκροφαν|ής <-ής, -ές> [nɛkrɔfaˈnis] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский