Ελληνικά » Γερμανικά

νέτ|ος <-η, -ο> [ˈnɛtɔs] ΕΠΊΘ

1. νέτος ΕΜΠΌΡ:

νέτος
Netto-
Nettogewicht ουδ
Nettopreis αρσ

2. νέτος (τελειωμένος):

νέτος

Παραδειγματικές φράσεις με νέτος

είμαι (μένω) νέτος / νέτος σκέτος / νέτος ρέστος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский