Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „νεύμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

νεύμα [ˈnɛvma] SUBST ουδ

1. νεύμα (γενικά: σήμα):

νεύμα
Zeichen ουδ

2. νεύμα (με το χέρι):

νεύμα
Wink αρσ
μου έκανε νεύμα

3. νεύμα (με το κεφάλι):

νεύμα
Nicken ουδ
μου έκανε νεύμα

Παραδειγματικές φράσεις με νεύμα

μου έκανε νεύμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский