Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „νεσεσέρ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

νεσεσέρ [nɛsɛˈsɛr] SUBST ουδ αμετάβλ

1. νεσεσέρ (μικρό, μαλακό):

νεσεσέρ
Kulturbeutel αρσ

2. νεσεσέρ (για καλλυντικά, βαλιτσάκι):

νεσεσέρ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский