Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μόλυνση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μόλυνσ|η <-εις> [ˈmɔlinsi] SUBST θηλ

1. μόλυνση (ρύπανση):

μόλυνση
Verschmutzung θηλ
εργασιακή μόλυνση
μόλυνση υδάτων
ραδιενεργός μόλυνση

2. μόλυνση ΙΑΤΡ:

μόλυνση
Infektion θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με μόλυνση

μόλυνση υδάτων
εργασιακή μόλυνση
ραδιενεργός μόλυνση
μόλυνση θηλ της ατμόσφαιρας

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский