Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μολύνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μολύ|νω <-να, -νθηκα, -σμένος> [mɔˈlinɔ] VERB μεταβ

1. μολύνω (κρέας, τρόφιμα):

μολύνω

2. μολύνω (τραύμα):

μολύνω

3. μολύνω (ατμόσφαιρα, περιβάλλον):

μολύνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский