Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μολυντικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μολυντικ|ός <-ή, -ό> [mɔlindiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. μολυντικός (που ρυπαίνει):

μολυντικός
Verschmutzungs-

2. μολυντικός ΙΑΤΡ:

μολυντικός
Infektions-

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский