Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μπόρα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μπόρα [ˈbɔra] SUBST θηλ

1. μπόρα (ραγδαία βροχή):

μπόρα
Regenguss αρσ

2. μπόρα (καταιγίδα):

μπόρα
Gewitter ουδ

3. μπόρα (άνεμος Δαλματίας):

μπόρα
Bora θηλ
τον πήρε κι αυτόν η μπόρα μτφ

Παραδειγματικές φράσεις με μπόρα

τον πήρε κι αυτόν η μπόρα μτφ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский