Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μονιμότητα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μονιμότητα [mɔniˈmɔtita] SUBST θηλ

μονιμότητα
μονιμότητα (δημοσίων υπαλλήλων) θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский