Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μονιμοποιώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μονιμοποι|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [mɔnimɔpiˈɔ] VERB μεταβ

1. μονιμοποιώ (σταθεροποιώ):

μονιμοποιώ

2. μονιμοποιώ (υπάλληλο):

μονιμοποιώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский