Ελληνικά » Γερμανικά

μοναρχιστής (μοναρχήστρια) [mɔnarçisˈtis, mɔnarçistria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

μοναρχιστής (μοναρχήστρια)
Monarchist(in) αρσ (θηλ)

μοναρχισμός [mɔnarçizˈmɔs] SUBST αρσ

μοναστήρι [mɔnasˈtiri] SUBST ουδ

μονάρχης [mɔˈnarçis] SUBST αρσ

μοναρχικ|ός <-ή, -ό> [mɔnarçiˈkɔs] ΕΠΊΘ

μοναχοκόρη [mɔnaxɔˈkɔri] SUBST θηλ

μοναδικότητα [mɔnaðiˈkɔtita] SUBST θηλ

δράστης [ˈðrastis] SUBST αρσ, δράστιδα [ˈðrastiða], δράστρια [ˈðrastria] SUBST θηλ

μαεστρία [maɛsˈtria] SUBST θηλ

ερπύστρια [ɛrˈpistria] SUBST θηλ

φασίστας [faˈsistas], φασιστής [fasisˈtis] SUBST αρσ, φασίστρια [faˈsistria] SUBST θηλ

Faschist(in) αρσ (θηλ)

ενορχηστρώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ɛnɔrçisˈtrɔnɔ] VERB μεταβ

1. ενορχηστρώνω ΜΟΥΣ:

2. ενορχηστρώνω μτφ:

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский