Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μισθώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μισθώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [misˈθɔnɔ] VERB μεταβ

1. μισθώνω (νοικιάζω):

μισθώνω

2. μισθώνω (προσλαμβάνω):

μισθώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский