Ελληνικά » Γερμανικά

μισθός [misˈθɔs] SUBST αρσ

μισθός
Gehalt ουδ
μισθός
Lohn αρσ
άξιος ο μισθός σου! ειρών
αρχικός μισθός
Anfangsgehalt ουδ
βασικός μισθός
Grundgehalt ουδ
βασικός μισθός
Grundlohn αρσ
ελάχιστος μισθός
Mindestlohn αρσ
Garantielohn αρσ
ετήσιος μισθός
Jahresgehalt ουδ
μέσος μισθός
μισθός πείνας
Hungerlohn αρσ
πραγματικός μισθός
Effektivlohn αρσ
σταθερός μισθός
Festgehalt ουδ
συνολικός μισθός
Gesamtlohn αρσ
χαμηλός μισθός
niedriger Lohn αρσ
χαμηλός μισθός
Niedriglohn αρσ
Lohnanpassung θηλ
Lohnstruktur θηλ
Lohnniveau ουδ
Lohnhöhe θηλ
Lohnniveau ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский