Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μισθωτής“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μισθωτής (μισθώτρια) [misθɔˈtis, misˈθɔtria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

μισθωτής (μισθώτρια)
Mieter(in) αρσ (θηλ)
Mieterschutz αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский