Ελληνικά » Γερμανικά

ημικρανία [imikraˈnia] SUBST θηλ

μικροπανίδα [mikrɔpaˈniða] SUBST θηλ ΟΙΚΟΛ

μικρασιατικ|ός <-ή, -ό> [mikrasiatiˈkɔs] ΕΠΊΘ

I . μικρ|αίνω <-ανα [ή -υνα], -ύνθηκα, -υμένος> [miˈkrɛnɔ] VERB μεταβ

1. μικραίνω (κάνω μικρότερο):

2. μικραίνω (κάνω κοντότερο):

II . μικρ|αίνω <-ανα [ή -υνα], -ύνθηκα, -υμένος> [miˈkrɛnɔ] VERB αμετάβ

1. μικραίνω (γίνομαι μικρότερος):

2. μικραίνω (γίνομαι κοντότερος):

3. μικραίνω (μέρες):

Μικρασία [mikraˈsia] SUBST θηλ

μικρόβιο [miˈkrɔviɔ] SUBST ουδ

μικρόζωα [miˈkrɔzɔa] SUBST ουδ πλ

μικρόδεμα [miˈkrɔðɛma] SUBST ουδ

μικρότητα [miˈkrɔtita] SUBST θηλ

1. μικρότητα:

Kleinheit θηλ

2. μικρότητα (ιδιότητα του χαρακτήρα):

Kleinlichkeit θηλ

μικροψέμα [mikrɔˈpsɛma] SUBST ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский