Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μίζα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μίζα [ˈmiza] SUBST θηλ

1. μίζα (σε παιχνίδι):

μίζα
Einsatz αρσ

2. μίζα (αυτοκινήτου):

μίζα
Anlasser αρσ

3. μίζα (αμοιβή):

μίζα
Belohnung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский