μεταχείρισ|η <-εις> [mɛtaˈçirisi] SUBST θηλ
1. μεταχείριση (χρησιμοποίηση):
-
Gebrauch αρσ
2. μεταχείριση (καλή ή κακή):
-
Behandlung θηλ
-
ίση μεταχείριση ΝΟΜ
-
Gleichbehandlung θηλ
-
αρχή θηλ της ίσης μεταχείρισης ΝΟΜ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.