Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: μεταρρυθμιστής , μεταρρύθμιση και μεταρρυθμίζω

μεταρρυθμιστής (μεταρρυθμίστρια) [mɛtariθmisˈtis, mɛtariθˈmistria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

μεταρρυθμιστής (μεταρρυθμίστρια)
Reformator(in) αρσ (θηλ)

μεταρρύθμισ|η <-εις> [mɛtaˈriθmisi] SUBST θηλ

1. μεταρρύθμιση (μεταποίηση):

Umgestaltung θηλ

3. μεταρρύθμιση ΘΡΗΣΚ:

Reformation θηλ

μεταρρυθμί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [mɛtariθˈmizɔ] VERB μεταβ

1. μεταρρυθμίζω (μεταποιώ):

2. μεταρρυθμίζω (μετασχηματίζω ριζικά: παιδεία κτλ):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский