Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: μεταμέλεια , αμεταμέλητος , μεταμέρεια , μεταμερές και μεταμελούμαι

μεταμέλεια [mɛtaˈmɛlia] SUBST θηλ

μεταμελ|ούμαι <-ήθηκα, -ημένος> [mɛtamɛˈlumɛ] VERB αυτοπ ρήμα

μεταμερές [mɛtamɛˈrɛs] SUBST ουδ ΧΗΜ

μεταμέρεια [mɛtaˈmɛria] SUBST θηλ

1. μεταμέρεια ΧΗΜ:

Metamerie θηλ

2. μεταμέρεια ΖΩΟΛ:

Segmentation θηλ
Metamerie θηλ

αμεταμέλητ|ος <-η, -ο> [amɛtaˈmɛlitɔs] ΕΠΊΘ (άνθρωπος)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский