Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μεταμορφώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . μεταμορφώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [mɛtamɔrˈfɔnɔ] VERB μεταβ

1. μεταμορφώνω (γενικά):

μεταμορφώνω σε
umwandeln in +αιτ

2. μεταμορφώνω (κάνοντας μάγια):

μεταμορφώνω σε
verwandeln in +αιτ

II . μεταμορφώνομαι VERB αυτοπ ρήμα (με μάγια, επίσης κάμπια)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский