Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μεσολαβώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μεσολαβ|ώ <-είς, -ησα> [mɛsɔlaˈvɔ] VERB αμετάβ

1. μεσολαβώ (ως μεσολαβητής):

μεσολαβώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский