Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: αρχαΐζουσα , μεσάζοντας , μεσαίος και ορίζουσα

μεσάζοντας (μεσάζουσα) [mɛˈsazɔndas, mɛˈsazusa] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

αρχαΐζουσα [arxaˈizusa] SUBST θηλ (γλώσσα)

ορίζουσα [ɔˈrizusa] SUBST θηλ ΜΑΘ

μεσαί|ος <-α, -ο> [mɛˈsɛɔs] ΕΠΊΘ

mittlere(r, s), Mittel-

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский