Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μεσάζοντας“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μεσάζοντας (μεσάζουσα) [mɛˈsazɔndas, mɛˈsazusa] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

μεσάζοντας (μεσάζουσα)
Vermittler(in) αρσ (θηλ)
εμπορικός μεσάζοντας

Παραδειγματικές φράσεις με μεσάζοντας

εμπορικός μεσάζοντας

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский