Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μεθοδεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μεθοδεύ|ω <-σα, -τηκα, -μένος> [mɛθɔˈðɛvɔ] VERB μεταβ

1. μεθοδεύω (καταπιάνομαι):

μεθοδεύω κάτι
an etw αιτ herangehen

2. μεθοδεύω (σχεδιάζω ακριβώς):

μεθοδεύω

Παραδειγματικές φράσεις με μεθοδεύω

μεθοδεύω κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский