Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μασκαράς“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μασκαρ|άς <-άδες> [maskaˈras] SUBST αρσ

1. μασκαράς (μασκαρεμένος):

μασκαράς
φαινόταν σωστός μασκαράς μτφ

2. μασκαράς μτφ (απατεώνας, ψεύτης):

μασκαράς
Gauner αρσ

3. μασκαράς (προς μικρό παιδί):

μασκαράς
Strolch αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με μασκαράς

φαινόταν σωστός μασκαράς μτφ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский