Ελληνικά » Γερμανικά

μασκαραλίκι [maskaraˈlici] SUBST ουδ

1. μασκαραλίκι (γελοιοποίηση):

μασκαραλίκι
Blamage θηλ

2. μασκαραλίκι (φέρσιμο):

μασκαραλίκι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский