Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: μανιακός , μανιχαϊκός , μανικιούρ , μανιώδης και μανικέτι

μανιακ|ός <-ή, -ό> [maniaˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. μανιακός (τρελός, παράφορος):

2. μανιακός (ναρκωτικών κτλ):

μανιχαϊστικ|ός [manixaistiˈkɔs], μανιχαϊκ|ός [manixaiˈkɔs] <-ή, -ό> ΕΠΊΘ

μανικέτι [maniˈcɛti] SUBST ουδ

μανιώδ|ης <-ης, -ες> [maniˈɔðis] ΕΠΊΘ

2. μανιώδης μτφ:

ein tosendes Meer ουδ

μανικιούρ [maniˈcur] SUBST ουδ αμετάβλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский