Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καπνιστής“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

καπνιστής (καπνίστρια) [kapnisˈtis, kapˈnistria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

καπνιστής (καπνίστρια)
Raucher(in) αρσ (θηλ)
μη καπνιστής
Nichtraucher(in) αρσ (θηλ)
Tabakwaren θηλ πλ

Παραδειγματικές φράσεις με καπνιστής

μη καπνιστής
Nichtraucher(in) αρσ (θηλ)
ένας μανιώδης καπνιστής

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский