Γερμανικά » Ελληνικά

tosen [ˈtoːzən] VERB αμετάβ

1. tosen (Sturm):

2. tosen (Wasser):

tosend ΕΠΊΘ (Meer, Wind)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский