Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μαλακία“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μαλακία [malaˈcia] SUBST θηλ

1. μαλακία χυδ (αυνανισμός):

μαλακία
Wichsen ουδ

2. μαλακία χυδ (ανόητος λόγος):

μαλακία
Mist αρσ
μαλακία
Scheiß αρσ

3. μαλακία χυδ (ανόητη πράξη):

μαλακία
Schwachsinn αρσ
μαλακία
Mist αρσ
μαλακία
Scheiß αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский