Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „λογικεύομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

λογικεύ|ομαι <-τηκα, -μένος> [lɔjiˈcɛvɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα (βάζω μυαλό)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский