Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „λιγοστός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

λιγοστ|ός <-ή, -ό> [liɣɔsˈtɔs] ΕΠΊΘ

1. λιγοστός (σε χαμηλό βαθμό: συμμετοχή κτλ):

λιγοστός
sehr geringe Hoffnungen θηλ πλ

2. λιγοστός (πολύ λίγος):

λιγοστός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский