Ελληνικά » Γερμανικά

λιγοθυμώ

λιγοθυμώ s. λιποθυμώ

Βλέπε και: λιποθυμώ

λιποθυμ|ώ [lipɔθiˈmɔ], λιγοθυμ|ώ [liɣɔθiˈmɔ] <-άς, -ησα, -ισμένος> VERB αμετάβ

λιποθυμ|ώ [lipɔθiˈmɔ], λιγοθυμ|ώ [liɣɔθiˈmɔ] <-άς, -ησα, -ισμένος> VERB αμετάβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский