Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „λιγούρα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

λιγούρα [ˈliɣura] SUBST θηλ

1. λιγούρα (αναγούλα):

λιγούρα
Übelkeit θηλ

2. λιγούρα (έντονη όρεξη):

Παραδειγματικές φράσεις με λιγούρα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский