Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „λαχταρώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . λαχταρ|ώ <-άς, -ησα, -ισμένος> [laxtaˈrɔ] VERB μεταβ

1. λαχταρώ (ποθώ):

λαχταρώ κάποιον/κάτι

2. λαχταρώ (παγωτό κτλ):

λαχταρώ κάτι
Appetit auf etw αιτ haben

II . λαχταρ|ώ <-άς, -ησα, -ισμένος> [laxtaˈrɔ] VERB αμετάβ

1. λαχταρώ (ψάρια):

λαχταρώ

2. λαχταρώ (τρομάζω):

λαχταρώ

Παραδειγματικές φράσεις με λαχταρώ

λαχταρώ κάτι
λαχταρώ κάποιον/κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский