Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „λαχανιάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

λαχανιά|ζω <-σα, -σμένος> [laxaˈɲazɔ] VERB αμετάβ (ασθμαίνω)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский