Ελληνικά » Γερμανικά

κυβιστικ|ός <-ή, -ό> [civistiˈkɔs] ΕΠΊΘ

κυβίστας (κυβίστρια) [ciˈvistas, ciˈvistria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

κυβίστας (κυβίστρια)
Kubist(in) αρσ (θηλ)

κυβίστησ|η <-εις> [ciˈvistisi] SUBST θηλ

1. κυβίστηση (τούμπα):

Rolle θηλ

2. κυβίστηση (κατά την κατάδυση):

Salto αρσ

κυβισμός [civizˈmɔs] SUBST αρσ

φασίστας [faˈsistas], φασιστής [fasisˈtis] SUBST αρσ, φασίστρια [faˈsistria] SUBST θηλ

Faschist(in) αρσ (θηλ)

δράστης [ˈðrastis] SUBST αρσ, δράστιδα [ˈðrastiða], δράστρια [ˈðrastria] SUBST θηλ

ερπύστρια [ɛrˈpistria] SUBST θηλ

υφαντής [ifanˈdis] SUBST αρσ [iˈfandra], υφάντρια [iˈfandria] SUBST θηλ

Weber(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский