Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κρούσμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κρούσμα [ˈkruzma] SUBST ουδ

1. κρούσμα (για παράβαση, περίπτωση):

κρούσμα
Fall αρσ
κρούσμα ντόπινγκ
Dopingfall αρσ

2. κρούσμα (για αρρώστιες):

κρούσμα
Fall αρσ
κρούσμα
Vorkommnis ουδ
κρούσμα γρίπης
Grippefall αρσ
κρούσμα κορωνοϊού
Coronafall αρσ
neue Fälle αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με κρούσμα

κρούσμα ντόπινγκ
Dopingfall αρσ
κρούσμα γρίπης
Grippefall αρσ
κρούσμα κορωνοϊού
Coronafall αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский