Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κουμπώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . κουμπώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [kumˈbɔnɔ] VERB μεταβ

II . κουμπώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [kumˈbɔnɔ] VERB αμετάβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский