Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κουμπί“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κουμπί [kumˈbi] SUBST ουδ

1. κουμπί (του παλτό, συσκευής):

κουμπί
Knopf αρσ
βρίσκω το κουμπί κάποιου μτφ

2. κουμπί Η/Υ:

κουμπί
Schaltfläche θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με κουμπί

βρίσκω το κουμπί κάποιου μτφ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский