Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κουδουνίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κουδουνί|ζω <-σα> [kuðuˈnizɔ] VERB αμετάβ

1. κουδουνίζω (κουδούνι, τηλέφωνο):

κουδουνίζω

2. κουδουνίζω (ποτήρια, από σεισμό):

κουδουνίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский