Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κορεσμένος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κορεσμέν|ος <-η, -ο> [kɔrɛzˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ (αγορά κτλ)

κορεσμένος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский